- ταώς, παγώνι
- el pao'
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
ταώς — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Ο αστερισμός αυτός, όπως όλοι του ημισφαιρίου αυτού, ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Πρωτοαναφέρθηκε το 1603. Από τους αστέρες του ο σπουδαιότερος είναι ο ομώνυμος, που έχει δεύτερο περίπου … Dictionary of Greek
ταΐτης — ὁ, Α πάγχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] … Dictionary of Greek
παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… … Dictionary of Greek
ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι … Dictionary of Greek
ταωνίτης — ου, ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς, ῶνος «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ὀνυχ ίτης)] … Dictionary of Greek
ταωνόπτερος — η, ο / ταωνόπτερος, ον, ΝΜ, και ταωνόφτερος Ν αυτός που έχει φτερά παγωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς, ῶνος «παγώνι» + πτερος / φτερος (< πτερόν / φτερό), πρβλ. κυκνό πτερος] … Dictionary of Greek
υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek